-
1 ἱστορικός
A exact, precise, scientific, ; τῶν παρὰ τοῖς ἄλλοις εὑρημένων ἱ. well-informed respecting.. or able to recount.., Arist.Rh. 1359b32;ἀποδείξεις ἱστορικῶν Phld.D.1.23
. Adv. - κῶς scientifically, accurately, Arist.GA 757b35; by personal observation,κατ αμαθεῖν τι Gal.14.275
.II belonging to history, historical,πραγματεῖαι D.H.1.1
; τύπος (opp. λογικός) Id.Dem.24;ἀναγραφή Id.1.4
;γράμματα Plu.Them.13
: Subst., historian, Arist. Po. 1451b1, Aristeas 31, Phld.Rh.1.200S., D.H.4.6, D.S.1.6, etc.;- ώτατος βασιλέων Plu.Sert.9
. Adv.-κῶς, ἱ. καὶ διδασκαλικῶς Str. 1.1.10
; ἱ. καὶ ἐξηγητικῶς, opp. ἀποδεικτικῶς, Phld.Mus.p.12 K.; but ἐξηγητικώτερον ἢ -ώτερον, of Aristotle's method in HA, Antig.Mir.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἱστορικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский